Η
μεγάλη απεργία που συγκλόνισε την Ελλάδα και την Αθήνα 19, 20 Οκτώβρη είναι
ιστορικών διαστάσεων. Μια απεργία με τρομακτικά μεγάλα ποσοστά συμμετοχής τόσο
σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό τομέα.
Μπροστά στην χυδαία ψήφιση του
πολυνομοσχεδίου που καταργεί τη συλλογική σύμβαση εργασίας, μειώνει κι άλλο
μισθούς και συντάξεις, στέλνει στην απόλυση χιλιάδες εργαζομένους του δημοσίου
και των ΔΕΚΟ με παράλληλη κατάργηση των οργανικών τους θέσεων (και ο κατάλογος
συνεχίζει…), η κυβέρνηση και οι υποστηρικτές της βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη μαζικότερη
διαδήλωση μετά τη μεταπολίτευση. Οι
εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου απαιτούσαν να πέσει αυτή η κυβέρνηση και να
ανατραπεί αυτή η πολιτική. Γεγονός που αναδεικνύει τη βαθύτερη συνειδητοποίηση
της πληττόμενης πλειοψηφίας της κοινωνίας που σήμερα, με ελπιδοφόρο τρόπο
αντιλαμβάνεται τις απεργίες, τους συλλογικούς αγώνες, σαν το μοναδικό τρόπο για
να διεκδικήσει τις ανάγκες της.
Η
απεργιακή διαδήλωση της Πέμπτης σημαδεύτηκε από την κρατική δολοφονία του
αγωνιστή, μέλους του ΠΑΜΕ, Δημήτρη Κοτζαρίδη. Η εκτεταμένη χρήση
χημικών από την πλευρά των δυνάμεων καταστολής, οδήγησε το συναγωνιστή στην
τελευταία του πνοή, από καρδιακή ανακοπή. Τα χημικά καθώς και το «ξύλο» σε αγωνιστές
στο δρόμο είναι κάτι παραπάνω από συνηθισμένη πρακτική από τις δυνάμεις
καταστολής απέναντι στο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα, και καθαρά μόνο λόγω
τύχης δεν είχε υπάρξει νεκρός και σε προηγούμενες διαδηλώσεις.
Το ΚΚΕ, δυστυχώς, επέλεξε και πάλι να
αποφύγει την ανατρεπτική κοινή δράση. Την Πέμπτη, ημέρα ψήφισης του
Πολυνομοσχεδίου, επέλεξε να διακρίνει
τους εργαζομένους σε αυτούς που αξίζουν να βρίσκονται γύρω από τη Βουλή και σε
αυτούς που πρέπει να βρίσκονται παραπέρα.
Η στάση του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ ωστόσο σε
καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη δολοφονική επίθεση που
ακολούθησε. Ομάδες αναρχικών, παρακρατικών και ατόμων που υιοθετούν
μηδενιστικές λογικές επιτέθηκαν με κροτίδες, πέτρες και μολότοφ στα μπλοκ του
ΠΑΜΕ, θέτοντας σε άμεση κίνδυνο διαδηλωτές. Χρειάζεται ξεκάθαρη καταδίκη και απομόνωση σε αυτές τις ομάδες που
επιχείρησαν τυφλή δολοφονική επίθεση σε βάρος διαδηλωτών.
Η επίθεση αυτή αποτελεί ξεκάθαρη
τρομοκράτηση των εργαζομένων και συκοφάντηση του κινήματος. Δεν είναι τυχαίο που πρώτη φορά τα ΜΜΕ ήταν
πρόθυμα να δείχνουν, χωρίς φειδώ τηλεοπτικού χρόνου, κόσμο και όχι φωτιές.
Μόνο που η ασυγκράτητη χαρά ήταν για την εικόνα «εμφυλίου πολέμου». Και
ιδιαίτερα ήθελαν να φαίνεται αυτό το πάθος. Ο ζητούμενος συνειρμός κάτι
παραπάνω από σαφής: Φανταστείτε πως θα σφαχτούν μεταξύ τους και τι χάος θα
επικρατήσει αν αποσυρθεί γενικά η αστυνομία και πολύ περισσότερο αν πέσει η
κυβέρνηση. Ταυτόχρονα συσκοτίζεται το γεγονός ότι χάθηκε ένα εργαζόμενος σε
μέρα απεργίας και σε χώρους απεργιακής κινητοποίησης ως αποτέλεσμα της κρατικής
καταστολής. Συσκοτίζεται αυτό που συνέβαινε μέσα στη Βουλή, η επιστροφή στον
εργασιακό μεσαίωνα.
Απέναντι αυτά, κρίνουμε αναντίστοιχη τη
στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ, η οποία έστρεψε τα πυρρά της στην υπόλοιπη αριστερά,
αντί να στρέφει τα βέλη απέναντι στην ίδια την κυβέρνηση και τις δυνάμεις
καταστολής. Αντί ο θάνατος του αγωνιστή να αποτελέσει αφετηρία για νέες
κινητοποιήσεις απέναντι στην κυβερνητική πολιτική που δεν διστάζει να
δολοφονεί, η ηγεσία του ΚΚΕ επέλεξε να κρατήσει απλά μια μετριοπαθή στάση.
Μέσα
σε όλα αυτά, αναγκαία κρίνεται η συνέχιση των δυναμικών κινητοποιήσεων, των
απεργιών, των διαδηλώσεων, η συγκρότηση κοινού μετώπου όλων των κομματιών της
κοινωνίας που πλήττονται, με ορίζοντα ανατροπής της κυβέρνησης, εξόδου από
ΕΕ-ΔΝΤ, διαγραφής του ληστρικού χρέους και εθνικοποίησης του πλούτου και των
τραπεζών υπό εργατικό έλεγχο. Κι αν όλα αυτά πριν λίγο καιρό φαίνονταν
ουτοπικά, τώρα φαίνονται υλοποιήσιμα μπροστά στην τεράστια κινητοποίηση του
κόσμου.
Ο πάγος
έσπασε, ο δρόμος άνοιξε, ο δρόμος χαράχτηκε, καιρός να τον περπατήσουμε μέχρι
τη νίκη!